- ντήλερ
- ο, ηάκλ. άτομο που έχει ως επάγγελμα να αγοράζει σε μεγάλες ποσότητες διάφορα προϊόντα και να τά πουλάει αφού προηγουμένως τά παρουσιάσει σε σπίτια, μεταπωλητής, προμηθευτής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dealer «προμηθευτής» < deal «διαπραγματεύομαι, συναλλάσσομαι, προμηθεύω, εφοδιάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.